- στάμνος
- στάμνοςearthen jarmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στάμνος — ὁ, ἡ, ΝΜΑ πήλινο ευρύστομο αγγείο με υψηλούς καμπύλους ώμους, κοντό λαιμό, αρκετά μεγάλη κοιλιά και δύο οριζόντιες λαβές στην ευρύτερη διάμετρό του το οποίο εμφανίστηκε στην αττική κεραμεική το β τέταρτο τού 6ου αιώνα και χρησιμοποιήθηκε για την… … Dictionary of Greek
στάμνε — στάμνος earthen jar masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνοι — στάμνος earthen jar masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνοις — στάμνος earthen jar masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνοισι — στάμνος earthen jar masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνον — στάμνος earthen jar masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνου — στάμνος earthen jar masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνους — στάμνος earthen jar masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνων — στάμνος earthen jar masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάμνῳ — στάμνος earthen jar masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)